Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παίρνει ακριβά γιά την

  • 1 εργασία

    η
    1) работа, дело; занятие, деятельность;

    χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;

    κοινωνική εργασία — общественная работа;

    γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;

    έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;

    οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила

    свою деятельность;
    2) служба, работа;

    μισθωτή εργασία — работа по найму;

    πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;

    ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;

    3) работа, профессия;

    ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;

    σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;

    παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;

    έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;

    παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;

    5) работа, произведение;

    χειροποίητη εργασία — ручная работа;

    καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;

    πτυχιακή εργασία — дипломная работа;

    6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);

    έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;

    7) πλ. работа; деятельность;

    οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;

    οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;

    κύκλος εργασίών — цикл работ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εργασία

См. также в других словарях:

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»